- κερτόμησις
- κερτόμησιςjeeringfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερτόμησις — κερτόμησις, ἡ (Α) [κερτομώ] εμπαιγμός, χλευασμός, σκώμμα («εἰ κερτόμησίς ἐστι τἀληθῆ λέγειν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κερτομήσει — κερτόμησις jeering fem nom/voc/acc dual (attic epic) κερτομήσεϊ , κερτόμησις jeering fem dat sg (epic) κερτόμησις jeering fem dat sg (attic ionic) κερτομέω taunt aor subj act 3rd sg (epic) κερτομέω taunt fut ind mid 2nd sg κερτομέω taunt fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτόμησιν — κερτόμησις jeering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερτομία — κερτομία, ἡ (Α) [κέρτομος] κερτόμησις*, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κερτόμημα — κερτόμημα, τὸ (Μ) [κερτομώ] κερτόμησις* … Dictionary of Greek